- ἐγγύτατος
- ἐγγύτατοςnearermasc nom sgἐγγύτεροςnearermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγγύτατος — Η έννοια απαντά στη θεωρία των καμπυλών και των επιφανειών (διαφορική γεωμετρία). Αν Γ είναι μία καμπύλη στον τρισδιάστατο χώρο και Μ ένα σημείο της, F είναι μία οικογένεια καμπυλών (είτε επιφανειών) του χώρου με κοινό τους σημείο το Μ, και η Γ… … Dictionary of Greek
Εγγύτατος του Κενταύρου — (Αστρον.). Αστέρας του αστερισμού του Κενταύρου, ο πλησιέστερος (4,3 έτη φωτός) στη Γη. Βλ. λ. Κένταυρος … Dictionary of Greek
ἐγγυτάτων — ἐγγύτατος nearer fem gen pl ἐγγύτατος nearer masc/neut gen pl ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτατον — ἐγγύτατος nearer masc acc sg ἐγγύτατος nearer neut nom/voc/acc sg ἐγγύτερος nearer masc/fem acc sg ἐγγύτερος nearer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυτάτη — ἐγγύτατος nearer fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυτάτην — ἐγγύτατος nearer fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυτάτου — ἐγγύτατος nearer masc/neut gen sg ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυτάτους — ἐγγύτατος nearer masc acc pl ἐγγύτερος nearer masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυτάτῳ — ἐγγύτατος nearer masc/neut dat sg ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτατοι — ἐγγύτατος nearer masc nom/voc pl ἐγγύτερος nearer masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)